φωνομετρία

φωνομετρία
η, Ν
1. η μέτρηση τής έντασης τών ήχων
2. (φωνητ.) σύστημα πειραματικής διερεύνησης τών φωνητικών χαρακτηριστικών τής γλώσσας επί στατιστικής βάσεως, το οποίο στηρίχθηκε στις έρευνες που διεξήγαγε από τη δεκαετία τού 1930 ο Γερμανός μελετητής τής φωνητικής Έμπερχαρτ Τσβίρνερ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phonometrie < φωνή + -μετρία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωνομετρία — η η μέτρηση της έντασης της φωνής και γενικά των ήχων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • φωνομετρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνομετρία ή στο φωνόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • φωνομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνομετρία ή το φωνόμετρο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”