- φωνομετρία
- η, Ν1. η μέτρηση τής έντασης τών ήχων2. (φωνητ.) σύστημα πειραματικής διερεύνησης τών φωνητικών χαρακτηριστικών τής γλώσσας επί στατιστικής βάσεως, το οποίο στηρίχθηκε στις έρευνες που διεξήγαγε από τη δεκαετία τού 1930 ο Γερμανός μελετητής τής φωνητικής Έμπερχαρτ Τσβίρνερ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phonometrie < φωνή + -μετρία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.